- τσελικώνω
- 1. μετ. закалять;2. αμετ. закаляться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσελικώνω — και τσιλικώνω τσελίκωσα, τσελικώθηκα, τσελικωμένος, χαλυβδώνω, ατσαλώνω: Τσελίκωσε την καρδιά σου και μην κλαις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσελικώνω — Ν [τσελίκι] 1. χαλυβδώνω, ατσαλώνω 2. μτφ. ενδυναμώνω, ενισχύω … Dictionary of Greek
τσελίκωμα — το, Ν [τσελικώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσελικώνω … Dictionary of Greek
τσιλικώνω — βλ. τσελικώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)